- ὑποδεεστέρᾳ
- ὑποδεεστέρᾱͅ , ὑποδεήςsomewhat deficientfem dat comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑποδεεστέρα — ὑποδεεστέρᾱ , ὑποδεής somewhat deficient fem nom/voc/acc comp dual ὑποδεεστέρᾱ , ὑποδεής somewhat deficient fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδεέστερα — ὑποδεής somewhat deficient neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδεεστέρας — ὑποδεεστέρᾱς , ὑποδεής somewhat deficient fem acc comp pl ὑποδεεστέρᾱς , ὑποδεής somewhat deficient fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδεεστέραι — ὑποδεεστέρᾱͅ , ὑποδεής somewhat deficient fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδεεστέραν — ὑποδεεστέρᾱν , ὑποδεής somewhat deficient fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδεέστερος — η, ο / ὑποδεέστερος, έρα, ον, ΝΜΑ 1. κατώτερος σε αξία, τάξη, δύναμη ή ποιότητα (α. «ο δεύτερος υποψήφιος είναι φανερά υποδεέστερος σε σχέση με τον πρώτο» β. «μητρὸς ἀμύμονος πατρὸς δὲ ὑποδεεστέρου», Ηρόδ.) αρχ. μικρότερος, νεώτερος («ἡ… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
τζίνι — και άκλ. τ. τζιν, το, Ν 1. (αραβ. μυθ.) καθένα από τα υπερφυσικά δαιμονικά πνεύματα από φωτιά ή αέρα που είναι υποδεέστερα από τους αγγέλους και τους διαβόλους αλλά μπορούν να μεταμορφώνονται σε οποιοδήποτε ζώο ή σε άνθρωπο 2. (κατ επέκτ.)… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… … Dictionary of Greek